μονογράφημα

μονογράφημα
το
μονογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Παναγιάς, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Άρτας. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Άραχθου και είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Άρτας. Κτίσμα των μέσων του 13oυ αι., ιδρύθηκε από τον δεσπότη της Ηπείρου Δούκα B’ (1231 71)· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”